ἀδιάλλακτοι

ἀδιάλλακτοι
ἀδιάλλακτος
irreconcilable
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Κόντογλου, Φώτης — (Αϊβαλί, Μικρά Ασία 1897 – Αθήνα 1965). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να σπουδάσει ζωγραφική στο Παρίσι, αφού πρώτα διέμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην… …   Dictionary of Greek

  • Στοπάνι, Αντώνιο — (Stoppani). Ιταλός συγγραφέας και επιστήμονας (Λεκό 1824 – Μιλάνο 1891). Δίδαξε γεωλογία στην Παβία το 1861, στο Μιλάνο, στο Ανώτατο Τεχνικό Ινστιτούτο (1862 78) στη Φλωρεντία (1878 83) και πάλι στο Μιλάνο όπου διεύθυνε το Μουσείο φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • Ταλιέν, Zαν Λαμπέρ — (Tallien, 1767 – 1820). Γάλλος επαναστάτης. Aρχικά ήταν τυπογράφος και μετά την έκρηξη της Επανάστασης και τη σύλληψη του βασιλιά, εξέδωσε μικρή εφημερίδα, τον Φίλο των Πολιτών την οποία τοιχοκολλούσε στους δρόμους. Ανήκε στη μερίδα των Ιακωβίνων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”